ἀνθυπόμνυμι
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
make a counter-affidavit, in Med., D.48.25,58.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπόμνυμι: ὁρκίζομαι καὶ ἐγώ, δίδω ἔνορκον διαβεβαίωσιν περὶ τοῦ ἐναντίου, ὑπωμοσάμεθα ἡμεῖς τουτονὶ ... δημοσίᾳ ἀπεῖναι στρατευόμενον· ὑπομοθέντος δὲ τούτου, ἀνθυπωμόσαντο οἱ ἀντίδικοι Δημ. 1174. 8· οὔτε τότε ἀνθυπωμόσατο 1336.13, κατὰ μέσ. τύπον. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀνθυπόμνυσθαι· τὸ ἀναβάλλεσθαι δίκην, ἢ χειροτανίαν δι’ ὅρκου».
Greek Monolingual
ἀνθυπόμνυμι (Α) υπόμνυμι
βεβαιώνω με όρκο το αντίθετο.