ἀνισχυρότης
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
-ητος, ἡ, want of strength, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ debilidad, Gloss.2.228.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνισχυρότης: -ητος, ἡ ἔλλειψις ἰσχύος, Γλωσσ.