ἀνολισθάνω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
aor. -ώλισθον, slip or glide back, return, ἔς τινα Call. Fr.96.
Spanish (DGE)
retornar πάλιν τὸ δῶρον ἐς Θάλητ' ἀνώλισθεν Call.Fr.191.75.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνολισθάνω: ἀόρ. -ώλισθον, ὀλισθαίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑποστρέφω, πάλιν τὸ δῶρον ἐς Θάλητ’ ἀνώλισθε Καλλ. Ἀποσπ. 96, ἴδε αὐτόθι Βεντλ.
Greek Monolingual
ἀνολισθάνω (Α)
γλιστρώ προς τα πίσω, γλιστρώντας γυρίζω πίσω.