ἀνοχεύς
From LSJ
English (LSJ)
-έως, ὁ, suspensory membrane, in plural, Aret.SA2.6,ΙΙ.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
que sostiene c. gen. obj. τοὺς ὑμένας τοὺς ἀνοχῆας τῶν ἐντέρων Aret.SA 2.6.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχεύς: έως, ὁ, (ἀνέχω) ὁ κρατῶν τι πρὸς τὰ ἄνω, ὁ ὑποβαστάζων τι, τοὺς ὑμένας, τοὺς ἀνοχῆας τῶν ἐντέρων Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2.11· ὀχῆες αὐτόθι Χρον. 2. 11.
Greek Monolingual
ἀνοχεύς, ο (Α) οχέω
αυτός που υποβαστάζει, που στηρίζει κάτι.