ἀντακολουθέω
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
to be reciprocally implied, of the virtues, Chrysipp.Stoic.3.72, cf. S.E.P.1.68 (abs.); ἀ. ἀλλήλαις αἱ εὐφύειαι Anon. in Tht.11.16; οὐδὲ ἀ. ἀλλήλαις [ἀκμὴ καὶ λαμπρότης] Hermog.Id.1.10, cf. Them. in Ph.150.29.
Spanish (DGE)
estar recíprocamente implicado c. dat. ἀλλήλοις, -αις: τὰς δὲ ἀρετὰς ... ἀ. ἀλλήλαις Chrysipp.Stoic.3.72, Apollod.Stoic.3.261, cf. Plu.2.1046e, ἀλλήλαις αἱ εὐφύειαι Anón.in Tht.11.16, διὸ οὐδὲ ἀντακολουθοῦσιν ἀλλήλαις, ἀλλ' ἡ μὲν ἀκμὴ πάντως ἔχει τι καὶ λαμπρότητος Hermog.Id.1.10 (p.273), ἀλλήλοις ἀντακολουθεῖ τὰ νῦν καὶ ὁ χρόνος Them.in Ph.150.29
•abs. τῶν ἀρετῶν ἀντακολουθουσῶν S.E.P.1.68.
German (Pape)
[Seite 243] dagegen, gegenseitig folgen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ἀντακολουθῶ :
suivre à son tour, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἀκολουθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰκολουθέω: τὰς δ’ ἀρετάς φασιν ἀντακολουθεῖν ἀλλήλαις, ὅτι ἀκολουθοῦσιν ἡ μία τὴν ἄλλην, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχῳ 2.104Ε, πρβλ. Διογ. Λ. 7 125.
Russian (Dvoretsky)
ἀντᾰκολουθέω: (взаимно) сопровождать, сопутствовать (ἀλλήλοις Plut., Diog. L.).