ἀντραῖος
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
α, ον, haunting caves or grots, E.Fr.13.
Spanish (DGE)
-ον cavernoso E.Fr.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντραῖος: -α, -ον, θαμίζων φοιτῶν εἰς σπήλαια, «εὕρηται δὲ ἀντρεῖος, ὡς Εὐριπίδης ἐν Αἰξὶ» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. ἄντρον, πρβλ. Ἕλλην. Κωμικ. (Meineke) τ. 2. σ. 434.
Greek Monolingual
ἀντραῖος, -α, -ον (Α) άντρο
αυτός που συχνάζει ή ζει στα σπήλαια.
German (Pape)
(ἄντρον), höhlenbewohnend, Eur. frg. bei Stephan. Byz.; Eupol. Meineke II.434.