ἀνυπήκοος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνυπήκοον, not obeying, τοῦ λόγου Pl.Ti.91b, cf. 73a.
Spanish (DGE)
-ον
que no obedece τοῦ λόγου Pl.Ti.91b, τοῦ θειοτάτου τῶν παρ' ἡμῖν Pl.Ti.73a.
German (Pape)
[Seite 266] nicht gehorchend, ungehorsam, τινός Plat. Tim. 73 a 91 b.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπήκοος: не слушающийся, непослушный (τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπήκοος: -ον, ὁ μὴ ὑπακούων, ἀπειθῶν, τινὸς Πλάτ. Τίμ. 73Α, 91Β.
Greek Monolingual
ἀνυπήκοος, -οον (Α)
αυτός που δεν υπακούει, ανυπάκουος.