ἀνόσφραντος
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ἀνόσφραντον, that cannot be smelled, Arist.de An.421b6:—also ἀνόσφρητος, ον, Alex.Aphr.de An.52.15.
Spanish (DGE)
-ον
que no despide olor Arist.de An.421b6
•subst. τὸ ἀνόσφραντον ib.
Spanish
German (Pape)
[Seite 242] nicht zu riechen, Arist. de an. 2, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόσφραντος: необоняемый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόσφραντος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, ἢ ὁ ἔχων ὀλίγην μόνον, ἀνόσφραντον δὲ τὸ μὲν παρὰ τὸ ὅλως ἀδύνατον ἔχειν ὀσμήν, τὸ δὲ μικρὰν ἔχον καὶ φαύλην Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 7.
Greek Monolingual
ἀνόσφραντος και ἀνόσφρητος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να μυρίσει κανείς.