ἀπέλευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, dropping out, of a letter, Eust.191.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
gram. caída, pérdida ‘βεβάασιν’ ... ἀπέλευσιν ἔχει τοῦ κ̅ Eust.191.13, cf. Gloss.2.234.
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, das Weggehen, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέλευσις: -εως, ἡ, ἀναχώρησις, Εὐστ. 191. 13.
Greek Monolingual
ἀπέλευσις, η (Μ) έλευσις
η παράλειψη (ενός γράμματος σε λέξη).