ἀπαμέργομαι
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
Med., only pres. and impf., take or carry off for oneself, Nic.Th.861, Al.306.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμέργομαι)
arrancar, coger πτόρθους ἀπαμέργεο ῥάμνου Nic.Th.861, ῥυτῆς ... βλάστας Nic.Al.306.
German (Pape)
[Seite 277] nur praes. u. impf., für sich abpflükken, abbrechen, Nic. Th. 861 Al. 306.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμέργομαι: μέσ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀποδρέπω δι’ ἐμαυτόν, πτόρθους ἀπαμέργεο ῥάμνου Νικ. Θ. 861, ἀπαμέργεο βλάστας, «ταπεινὰς ἀπόκοπτε» (Σχόλ.), Ἀλεξ. 306.