ἀπαράγωγος

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράγωγος Medium diacritics: ἀπαράγωγος Low diacritics: απαράγωγος Capitals: ΑΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: aparágōgos Transliteration B: aparagōgos Transliteration C: aparagogos Beta Code: a)para/gwgos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, not to be turned aside, Hierocl. inCA13p.450M. Adv. ἀπαραγώγως ib.8p.431M.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser desviado, recto τὸ ἀ. τῆς ἀρετής Hierocl.in CA 13.16.
2 adv. -ως sin desviarse φυλάξαι Hierocl.in CA 8.2.

German (Pape)

[Seite 279] nicht abzulenken, standhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράγωγος: -ον, ὁ μὴ παρασυρόμενος, σταθερός, διαρκής, δι’ ὧν τὸ μόνιμον καὶ ἀπαράγωγον τῆς ἀρετῆς ἐπισφραγίζεται Ἱεροκλ. π. Προνοίας 158. - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ.