ἀπείρηκα
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
v. ἀπεῖπον.
Spanish (DGE)
v. ἀπεῖπον.
German (Pape)
[Seite 288] s. ἀπείρω. perf. zu ἀπεῖπον, ἀπαγορεύω, s. oben. u. s. w., s. ἀπείρω.
French (Bailly abrégé)
v. ἀπεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρηκα: pf. к ἀπεῖπον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρηκα: ἴδε ἀπεῖπον.
Greek Monotonic
ἀπείρηκα: -είρημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀπεῖπον.