ἀπειλὴ

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλὴ: ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθυντ. ἀριθμ., πομπώδεις, μεγάλαυχοι ὑποσχέσεις, κομπασμοί, «μεγάλα λόγια», ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς… ὑπίσχεο οἰνοποτάζων; Ἰλ. Υ. 83, πρβλ. ἀπειλέω Ι., ΙΙ. συνήθ., ἀπειλαί, φοβερισμοί, ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἵχονται, τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον υἷες Ἀχαιῶν; Ἰλ. Ν. 219· οὐδὲ… λήθετ’ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ ἐπηπείλησε Ὀδ. Ν. 126, πρβλ. Ἰλ. Π. 201, Ἡρόδ. 6. 32· εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωτ. 325D, Αἰσχύλ. Πρ. 174, κτλ.: ― καθ’ ἐνικ. ἀριθμ., ἐπαπείλησις ποινῆς, Σοφ. Ἀντ. 153, Θουκ. 4. 126, Πλάτ. Νόμ. 668Β· ἀπειλῆς ἕνεκα τοῖς ἐν τῷ Ταρτάρῳ Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 11, 8 (ἐτυμολογία ἀμφίβολος).