ἀπειργάθω
From LSJ
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
German (Pape)
[Seite 284] = folgdm, με τῆς γῆς Soph. O. C. 866. Vgl. ἀποεργάθω.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπείργω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [impf. ép. 3.a sg. ἀποέργαθε Il.21.599]
apartar, echar a un lado c. ac. y gen. Πηλεΐωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.l.c., ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθεν οὐλῆς Od.21.221
•fig. sólo c. ac. ἢν μή μ' ... ἀπειργάθῃ si no me lo impide ... S.OC 862.