ἀπεριττότης
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-ητος, ἡ, simplicity, λόγου S.E.M.2.23.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
sencillez τοῦ λόγου S.E.M.2.23, πρὸς αὐτάρκειαν τοῦ βίου καὶ ἀπεριττότητα ... παρασκευάζει Clem.Al.Paed.1.12.98.
German (Pape)
[Seite 288] ητος, ἡ, Einfachheit, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεριττότης: -ητος, ἡ, ἁπλότης, λόγου Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 12. 23· βίου Κλήμ. Ἀλ. 157.