ἀπογαιόω
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
make into land, Heraclit.All.22 (Pass.): Medic., form a stone, Gal.19.648,672; cf. ἀπογεόομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -γεόω Ph.2.508, Origenes Fr.53 in Lam., Gr.Nyss.passim.
1 tr. en v. act. convertir en tierra fig. de personas οὓς ἀπεγέωσε μὲν ἡ παρακοή Gr.Nyss.Hom.in Cant.208.11, πνεῦμα Origenes l.c.
•en medic. convertir en cálculo τὴν παχεῖαν ὕλην Gal.19.648.
2 intr. en v. med.-pas. convertirse en tierra ἀπογεοῦσθαι τὸν κόσμον εἶπεν Ph.2.508, λίθος Gal.19.672, τὸ ὕδωρ ... μεταβαλλόμενον εἰς ἰλὺν ἀπογαιοῦται Heraclit.All.22, de la materia διὰ τῆς τοῦ πυρὸς ἐνεργείας ἀπογεούμενον Gr.Nyss.M.44.101B, cf. 108B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογαιόω: μεταβάλλω εἰς γῆν, Ἡρακλείδ. σ. 439· ἔκδ. Gale, Γαλην. τ. 10, σ. 536: - Παθ. ἀπογεόομαι (διὰ τοῦ ε), μεταβάλλομαι εἰς γῆν, Φίλων 2. 508, 24.
German (Pape)
in Erde, Land verwandeln, Sp.