ἀποκατάγνυμι
From LSJ
English (LSJ)
break, rend off, Hsch. s.v. ἀπαράσσεται.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. perf. ἀποκατεαγώς ID 1439Abc.1.47, pero fem. ἀποκαταγεῖα IG 7.3498.18 (Oropo II a.C.)]
romper en perf. estar roto al κορωνίδες τῶν ὠταρίων ἀποκαταγε[ῖ] α[ι IG l.c., ἀν] θεμωτὰ ἐν [τῶ] ι θυρώματι ἀποκατεαγότα ID l.c., Hsch.s.u. ἀπαράσσεται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκατάγνυμι: ἀποθραύω, ἀποσυντρίβω, «ἀπαράσσεται· ἀποκατάγνυται» Ἡσύχ.