σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
[Seite 312] Hom., für ἀπολήγω.
mauv. orthogr. p. ἀπολήγω.
ἀπολλήγω: ἴδε ἀπολήγω, ἐν τέλ.
ἀπολλήγω: Hom. v. l. = ἀπολήγω.