ἀπομονόομαι

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομονόομαι Medium diacritics: ἀπομονόομαι Low diacritics: απομονόομαι Capitals: ΑΠΟΜΟΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apomonóomai Transliteration B: apomonoomai Transliteration C: apomonoomai Beta Code: a)pomono/omai

English (LSJ)

Pass.,
A to be excluded, τῆς ξυμβάσεως from the agreement, Th.3.28; ἐκ συμμείξεως Pl.Ti.60d.
2 to be left alone, ἐν πολεμίοις Plu.Phil.18.

Spanish (DGE)

1 quedarse solo, aislado ἐν πολλοῖς ἀπομονωθεὶς πολεμίοις Plu.Phil.18.
2 c. gen. ser excluido, quedar fuera εἴ τ' ἀπομονωθήσονται τῆς ξυμβάσεως si fueran excluidos del acuerdo Th.3.28
verse libre ἐξ συμμείξεως ὕδατος Pl.Ti.60d.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομονόομαι:
1 исключаться, быть исключенным (τινος Thuc. и ἔκ τινος Plat.);
2 быть оставленным в одиночестве, оставаться одиноким (ἐν πολλοῖς ἀπομονωθεὶς πολεμίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομονόομαι: παθ. ἀποκλείομαι, τῆς ξυμβάσεως, ἀπὸ τῆς συμφωνίας, Θουκ. 3. 28· ἐκ ξυμμίξεως Πλάτ. Τίμ. 60D. 2) ὑπολείπομαι μόνος, ἐν πολεμίοις Πλουτ. Φιλοποίμ. 18.

Greek Monotonic

ἀπομονόομαι: (μονόω), Παθ.,
1. είμαι αποκλεισμένος από κάτι, με γεν., σε Θουκ.
2. απομένω μόνος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μονόω
1. Pass. to be excluded from a thing, c. gen., Thuc.
2. to be left alone, Plut.

Lexicon Thucydideum

excludi, to be shut out, 3.28.1.