ἀποναρκάω
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
to be quite torpid, πρὸς πόνους Plu.2.8f.
Spanish (DGE)
1 embotarse οὐκ ἀποναρκᾷ ἡ χείρ Basil.M.31.269B, c. ac. int. ταῖς τῶν τυράννων ἀπειλαῖς τὰς ψυχάς τινες ἀπενάρκησαν Eus.HE 10.4.35.
2 fig. remolonear πρὸς πόνους Plu.2.8f, πρὸς τὸ εὔχεσθαι Origenes Or.5.6, cf. Hsch.s.u. ἀποναρκήσαντες
•c. inf. manifestarse remiso a διελεῖν εἰς δύο Cyr.Al.M.77.569A, τοῦτο λέγειν Cyr.Al.M.73.376A.
German (Pape)
[Seite 316] ganz erstarren, Hippocr.; übertr. träge sein, καὶ φρίττειν πρὸς πόνους Plut. de ed. lib. 12.
French (Bailly abrégé)
ἀποναρκῶ :
être engourdi ou inerte : πρὸς τοὺς πόνους PLUT contre la fatigue.
Étymologie: ἀπό, ναρκάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποναρκάω: κυριεύομαι ὑπὸ ναρκώσεως, ὀκνῶ, δὲν τολμῶ, ἀποναρκῶσι γὰρ καὶ φρίττουσι πρὸς πόνους Πλούτ. 2. 8F.
Russian (Dvoretsky)
ἀποναρκάω: впадать в оцепенение (ἀ. καὶ φρίττειν πρὸς τοὺς πόνους Plut.).