ἀποναρκάω

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποναρκάω Medium diacritics: ἀποναρκάω Low diacritics: αποναρκάω Capitals: ΑΠΟΝΑΡΚΑΩ
Transliteration A: aponarkáō Transliteration B: aponarkaō Transliteration C: aponarkao Beta Code: a)ponarka/w

English (LSJ)

to be quite torpid, πρὸς πόνους Plu.2.8f.

Spanish (DGE)

1 embotarse οὐκ ἀποναρκᾷ ἡ χείρ Basil.M.31.269B, c. ac. int. ταῖς τῶν τυράννων ἀπειλαῖς τὰς ψυχάς τινες ἀπενάρκησαν Eus.HE 10.4.35.
2 fig. remolonear πρὸς πόνους Plu.2.8f, πρὸς τὸ εὔχεσθαι Origenes Or.5.6, cf. Hsch.s.u. ἀποναρκήσαντες
c. inf. manifestarse remiso a διελεῖν εἰς δύο Cyr.Al.M.77.569A, τοῦτο λέγειν Cyr.Al.M.73.376A.

German (Pape)

[Seite 316] ganz erstarren, Hippocr.; übertr. träge sein, καὶ φρίττειν πρὸς πόνους Plut. de ed. lib. 12.

French (Bailly abrégé)

ἀποναρκῶ :
être engourdi ou inerte : πρὸς τοὺς πόνους PLUT contre la fatigue.
Étymologie: ἀπό, ναρκάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποναρκάω: κυριεύομαι ὑπὸ ναρκώσεως, ὀκνῶ, δὲν τολμῶ, ἀποναρκῶσι γὰρ καὶ φρίττουσι πρὸς πόνους Πλούτ. 2. 8F.

Russian (Dvoretsky)

ἀποναρκάω: впадать в оцепенение (ἀ. καὶ φρίττειν πρὸς τοὺς πόνους Plut.).