ἀποφαλακρόομαι
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Pass., become bald, Phryn.PSp.26B.
Spanish (DGE)
quedarse calvo Phryn.PS 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφᾰλακρόομαι: παθ. γίνομαι φαλακρός, Α. Β. 16. 32, ἐν λέξ. ἀναφαλαντίας.