ἀποχωρισμός
From LSJ
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ destinatio, Gloss.2.242.
Greek Monolingual
ο
1. χωρισμός, απομάκρυνση
2. αποχώρηση, αναχώρηση
3. διαχωρισμός.
-οῦ, ὁ destinatio, Gloss.2.242.
ο
1. χωρισμός, απομάκρυνση
2. αποχώρηση, αναχώρηση
3. διαχωρισμός.