ἀπρόσθετος
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
ἀπρόσθετον, not added to, Theol.Ar.30.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene añadido o recargo δηνάρια PDura 29.8 (III d.C.), αἱ ἀγορασίαι Heph.Astr.3.6.4, cf. Theol.Ar.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσθετος: -ον, ὁ μὴ αὐξηθεὶς διὰ προσθέσεως, Θεολ. Ἀρ. 30C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπρόσθετος, -ον) προστίθημι
αυτός που δεν έχει προστεθεί, δεν έχει συμπεριληφθεί στην πρόσθεση
αρχ.
εκείνος που δεν έχει αυξηθεί με πρόσθεση.