ἀπόγραφος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἀπόγραφον, copied:—as substantive, ἀπόγραφος, ὁ, a copy, D.H.Is. 11, D.L.6.84; ἀπόγραφον, τό, Cic.Att.12.52.3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [neutr. ἀπόγραφον Cic.Att.294.3, Plin.HN 35.125]
copia D.H.Is.11, D.L.6.84, Cic.l.c., Plin.l.c.
German (Pape)
[Seite 299] abgeschrieben, D. L. 6, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγρᾰφος: -ον, ἀντιγεγραμμένος, ὡς οὐσιαστ., ἀπόγραφος ὁ, ἀντίγραφον, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου 11, Διογ. Λ. 6. 84· ὡσαύτως ἀπόγραφον, τό, Κικέρ. πρὸς Ἀττ. 12. 52, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόγρᾰφος: переписанный Diog. L.