ἀπόσεισμα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
-ατος, τό, f.l. for ὑποσεισμα, Gal.13.784.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trituración, preparado en polvo τοῦ λιβανωτοῦ Gal.13.784 (prob. por ὑπο-).