ἀπόσχισις
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ἀποσχίσεως, ἡ, division, branching, of a vein, Arist.HA514a13, Aret.CA2.2.
Spanish (DGE)
ἀποσχίσεως, ἡ
división, ramificación τῆς φλεβός Arist.HA 514a13, cf. Aret.SA 2.8.1.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, das Abspalten, Trennen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσχῐσις: ἀποσχίσεως, ἡ, διαίρεσις, τῇ πρότερον ἀποσχίσει τῆς φλεβὸς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 3, 21· δοιαὶ [φλέβες] ἐξ ἀποσχίσιος γιγνόμεναι Ἀρετ. Αἴτ. Ὀξ. Παθ. 2. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόσχῐσις: ἀποσχίσεως ἡ ответвление (τῆς φλεβός Arst.).