ἀρτυματικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀρτυματική, ἀρτυματικόν, spicy, savoury, Suid. s.v. ἄνηθον.
Spanish (DGE)
-όν
que sirve para condimentar o sazonar, βοτάνη Sud.s.u. ἄνηθον.
German (Pape)
[Seite 363] gewürzig, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτῡματικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἄρτυμα, «ἄνηθον εἶδος βοτάνης ἀρτυματικῆς» Σουΐδ.