ἀσυλληψία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, inability to conceive, barrenness, Dsc.3.34, Aët.16.26.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
incapacidad de concebir, esterilidad ἀσυλληψίαν ἐργάζεται Dsc.3.34, cf. Aët.16.26.
German (Pape)
[Seite 379] ἡ, das Nichtempfangen, Unfruchtbarkeit, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυλληψία: ἡ, ἐπὶ γυναικός, τὸ μὴ συλλαμβάνειν ἐν γαστρί, Διοσκ. 3. 41.
Greek Monolingual
ἀσυλληψία, η (Α)
ανικανότητα σύλληψης εμβρύου.