ἀσύμπλεκτος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
ἀσύμπλεκτον, unconnected, Thphr. CP 6.10.3.
Spanish (DGE)
-ον no enlazado, inconexo ἄκολλα Thphr.CP 6.10.3.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verflochten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συμπλεκόμενος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10. 3.
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (Α ἀσύμπλεκτος, -ον)
ο ασύνδετος.