ἀταρίχευτος
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
[ῑ], ον, not desiccated, Arist.Pr.926a35; not salted, Gal.12.321.
Spanish (DGE)
-ον
no disecado de una planta, Arist.Pr.926a35
•no conservado en sal de carne de animales, Gal.12.321.
German (Pape)
[Seite 383] nicht eingepökelt, frisch, Arist. probl. 20, 31.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰρίχευτος: (ῑ) не засоленный, не маринованный (μυρρίναι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀταρίχευτος: [ῑ], -ον, ὁ μὴ τεταριχευμένος, πρόσφατος, Ἀριστ. Πρβλ. 20. 31, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀταρίχευτος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσει
νεοελλ.
(για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος.