ἀταρίχευτος

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰρίχευτος Medium diacritics: ἀταρίχευτος Low diacritics: αταρίχευτος Capitals: ΑΤΑΡΙΧΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atarícheutos Transliteration B: ataricheutos Transliteration C: ataricheftos Beta Code: a)tari/xeutos

English (LSJ)

[ῑ], ον, not desiccated, Arist.Pr.926a35; not salted, Gal.12.321.

Spanish (DGE)

-ον
no disecado de una planta, Arist.Pr.926a35
no conservado en sal de carne de animales, Gal.12.321.

German (Pape)

[Seite 383] nicht eingepökelt, frisch, Arist. probl. 20, 31.

Russian (Dvoretsky)

ἀτᾰρίχευτος: (ῑ) не засоленный, не маринованный (μυρρίναι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀταρίχευτος: [ῑ], -ον, ὁ μὴ τεταριχευμένος, πρόσφατος, Ἀριστ. Πρβλ. 20. 31, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀταρίχευτος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσει
νεοελλ.
(για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος.