ἀτολμέω
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
to be ἄτολμος, be disheartened, Hp.Epid.6.7.3: c.inf., lack courage to... περαιτέρω προχωρῆσαι D.C.78.34:—also ἀτολμόω, AB 407 (ἀτολμάω, Suid., is incorrect).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀτολμόω AB 407
ser cobarde, tímido τοὺς ἀτολμέοντας δέον μεταβολῇ ἀνεγείρειν Hp.Epid.6.7.3
•c. inf. carecer de valor para, no atreverse a ἀμύνεσθαι δὲ ἀτολμοῦντες Th.1.124, ἀτολμήσας περαιτέρω ... προχωρῆσαι D.C.78.34.1.
German (Pape)
[Seite 387] (auch ἀτολμάω, Bekk. Thuc. 1, 124 für οὐ τολμῶντες aus mss.), nicht wagen, muthlos sein, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτολμέω: δὲν τολμῶ, εἶμαι ἄτολμος, Ἱππ. 1194Η: ― ὡσαύτως, ἀτολμόω, Α. Β. 407, 10, ἀτολμάω, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀντεφιλοτιμοῦντο.