ἀφίδρωσις
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
[φῑ], εως, ἡ, sweating off, Arist.Pr.867a13 (pl.), Thphr. Sud.22 (pl.), Sor.2.46 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
eliminación por medio de la transpiración, exudación διὰ τί μᾶλλον ἱδροῦσιν, ὅταν μὴ διὰ πολλοῦ χρόνου χρῶνται ταῖς ἀφιδρώσεσιν; Arist.Pr.867a13, οἱ μὴ χρονίως ποιούμενοι τὰς ἀφιδρώσεις Thphr.Sud.22, γυμνασίοις χρῆσθαι καὶ ἀφριδρώσεσι καὶ τρίψεσι Sor.125.8, cf. Plu.2.695d.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ. das in Schweiß Geraten durch Leibesübungen, Arist. Probl. 2, 6 Plut. Symp. 6, 8, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίδρωσις: εως ἡ потение, испарина Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίδρωσις: -εως, ἡ, ἵδρωμα, τὸ προκαλεῖν ἱδρῶτα διὰ σωματικῶν ἀσκήσεων, Ἀριστ. Προβλ. 2. 8.