λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ao. Pass. de ἀφίημι.
ἀφείθην: Παθ. αορ. αʹ του ἀφίημι.
ἀφείθην: aor. pass. к ἀφίημι.