ἀφιδρόω

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφιδρόω Medium diacritics: ἀφιδρόω Low diacritics: αφιδρόω Capitals: ΑΦΙΔΡΟΩ
Transliteration A: aphidróō Transliteration B: aphidroō Transliteration C: afidroo Beta Code: a)fidro/w

English (LSJ)

sweat off, get rid of a thing by sweating, Hp.Epid.7.58, Arist.Pr.868a37, Com.Adesp.3D.:—Pass., exude, ἀπό τινος Dsc.5.1.

Spanish (DGE)

sudar κεφαλὴν ἀφιδρώσαντες Hp.Epid.7.58, εἶτα γυμναζέσθω καὶ ἀφιδρούτω Hp.Acut.(Sp.) 62, οὐ κουφίζεται τὸ σῶμα, ἐὰν μὴ ἀφιδρώσῃ; Arist.Pr.868a37, ὥσπερ πύκτης ἀφίδρωσον ... καὶ κίνησον τὸ θέατρον Pl.Com.167
en v. med.-pas. ser exudado τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ... κλήματος ἀφιδρούμενον (ἰχώρ) Dsc.5.1.

German (Pape)

[Seite 410] 1) ausschwitzen, Diosc. – 2) sich durch Leibesübungen in Schweiß setzen, Arist. Probl. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιδρόω: μέλλ. -ώσω, ἱδρώνω, ἀπαλλάττομαι νοσήματός τινος διὰ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. 1226C, Ἀριστ. Πρβλ. 2. 22, 1: ― Παθ., ἐξέρχομαι ὡς ἱδρώς, ὁ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματος καιομένου ἀφιδρούμενος ἰχὼρ Διοσκ. 5. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιδρόω: покрываться потом, потеть Arst.