ἀφιδρόω
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
sweat off, get rid of a thing by sweating, Hp.Epid.7.58, Arist.Pr.868a37, Com.Adesp.3D.:—Pass., exude, ἀπό τινος Dsc.5.1.
Spanish (DGE)
sudar κεφαλὴν ἀφιδρώσαντες Hp.Epid.7.58, εἶτα γυμναζέσθω καὶ ἀφιδρούτω Hp.Acut.(Sp.) 62, οὐ κουφίζεται τὸ σῶμα, ἐὰν μὴ ἀφιδρώσῃ; Arist.Pr.868a37, ὥσπερ πύκτης ἀφίδρωσον ... καὶ κίνησον τὸ θέατρον Pl.Com.167
•en v. med.-pas. ser exudado τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ... κλήματος ἀφιδρούμενον (ἰχώρ) Dsc.5.1.
German (Pape)
[Seite 410] 1) ausschwitzen, Diosc. – 2) sich durch Leibesübungen in Schweiß setzen, Arist. Probl. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιδρόω: μέλλ. -ώσω, ἱδρώνω, ἀπαλλάττομαι νοσήματός τινος διὰ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. 1226C, Ἀριστ. Πρβλ. 2. 22, 1: ― Παθ., ἐξέρχομαι ὡς ἱδρώς, ὁ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ κλήματος καιομένου ἀφιδρούμενος ἰχὼρ Διοσκ. 5. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιδρόω: покрываться потом, потеть Arst.