ἀφράστως
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
French (Bailly abrégé)
adv.
sans réflexion, à l'improviste.
Étymologie: ἄφραστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφράστως: непредвиденно, неожиданно (ἀ. ἀέλπτως τε Soph.).