ἀχερωίς
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek (Liddell-Scott)
ἀχερωίς: -ίδος, ἡ, ἀλλαχοῦ καλουμένη λεύκη, Ἰλ. Ν. 389., Π. 482· (ἐκ τοῦ Ἀχέρων, διότι ἐπιστεύετο ὅτι ἐκομίσθη ἐκ τοῦ κάτω κόσμου ὑπό τοῦ Ἡρακλέους, Παυς. 5. 14, 2· πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 13, Ἀχ. ὄχθαι): «τὴν δὲ λεύκην πεφυκέναι φασὶ πρὸς τῷ Ἀχέροντι, ὅθεν καὶ ἀχερωΐδα καλεῖσθαι παρ’ Ὁμήρῳ» Ἁρπ. ἐν λέξει λεύκη.
English (Autenrieth)
white poplar, Il. 13.389. (Il.)
Middle Liddell
the white poplar, said to have been brought by Hercules from the banks of Acheron, Il.