The Bible, 1 Timothy, 6:10 German (Pape)
[Seite 4] dep. med., üppig leben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροδιαιτάομαι: ἁβρῶς διαιτῶμαι. Σχολ. Εἰρ. Ἀριστοφ. 1193 (1226)· ὁ Βέκκ. ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἐκδόσει τοῦ Ἀριστοφ. διορθοῖ τὸν σχολιαστὴν γράφων· «ὡς ἁβρῶς διαιτωμένους».