ἁλμοπότις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ, drinking brine, Menipp. ap. Ath.1.32e.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bebedora de agua de mar de la ciudad de Mindo, Menipp. en Ath.32e.
German (Pape)
[Seite 108] ιδος, ἡ. die Seewasser, Salzwasser trinkt, Μύνδος Menipp. bei Ath. I, 32 e.
Greek Monolingual
ἁλμοπότις (-ιδος), η (Α)
αυτή που πίνει αλμυρό νερό, άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + πότις.