ἁπλούστερος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

German (Pape)

[Seite 293] compar. von ἁπλόος.

French (Bailly abrégé)

v. ἁπλόος.

Russian (Dvoretsky)

ἁπλούστερος: compar. к ἁπλόος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλούστερος: -τατος, ἴδε ἐν λ. ἁπλοῦς V.

Greek Monotonic

ἁπλούστερος: -τατος, βλ. ἁπλόος σημ. V.