ἁψικάρδιος
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἁψικάρδιον, (ἅπτομαι) heart-touching, M.Ant.9.3.
Spanish (DGE)
-ον
que conmueve el corazón εἰ δὲ καὶ ἰδιωτικὸν παράπηγμα ἁψικάρδιον θέλεις M.Ant.9.3
•mordaz glos. a θυμοδακής Hsch.
German (Pape)
[Seite 421] herzergreifend, M. Anton. 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐκάρδιος: -ον, (ἅπτομαι) ὁ τῆς καρδίας ἁπτόμενος, Μ. Ἀντών. 9. 3.