ἄπλητος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Ep. and Ion. form of ἄπλατος (q.v.), ον, dub. in h.Cer. 83; μαίνεται ἄπλητον Semon.7.34; = ἄπλετος, great, χεύματα Orph. A.1051; αἰθήρ Q.S.8.222; δῶρα Id.9.510.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ép. poét. ἄπλατος Pi.P.12.9, Fr.93
1 al que no se puede uno aproximar, espantoso ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Pi.l.c., Τυφών Pi.Fr.l.c., Ἔχιδνα B.5.62, σῶμα B.13.51, θρέμμα S.Tr.1093, πῦρ Pi.P.1.21, αἶσα S.Ai.256, cf. Ibyc.176.3S.
•terrible, feroz ὁ μέν τις ὡς ἄ. οἰδήσας γένυν PCair.Zen.532.17 (III a.C.)
•neutr. sg. como adv. espantosamente μαίνεται ἄ. Semon.8.34, ἄ. ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην S.Fr.387.
2 venerable, que infunde respeto τῆς ἀπλάτου νομοθεσείας ἀγαθῆς ταύτης μετειληφότες SB 7517.8 (III d.C.).
• Etimología: De ἀ- priv. y *plHu̯-to, de *pelHu̯ ‘acercarse’, cf. πελάζω, aesl. plĕti ‘escardar’, lituan. plé-siu ‘desgarrar’.
-ον v. 2 ἄπλετος.
German (Pape)
[Seite 293] ion. = ἄπλατος, auch für ἄπληστος, Muetzell de em. Theog. p. 55.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἄπλατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλητος: -ον, Ἐπ. τύπος τοῦ ἄπλᾱτος (ὅ ἴδε) Ρουγκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 83.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλητος: ион. = ἄπλατος.