ἄσαμεν

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

English (Autenrieth)

see ἄεσα.

Greek Monotonic

ἄσαμεν: αʹ πληθ. αορ. αʹ του ἄω, κοιμάμαι.