ἐγερτός
From LSJ
English (LSJ)
ἐγερτή, ἐγερτόν, = ἐγέρσιμος, ὕπνος Arist.Somn.Vig. 454b14.
Spanish (DGE)
-όν
del que se puede despertar ἀναγκαῖον ὕπνον πάντα ἐγερτὸν εἶναι Arist.Somn.Vig.454b14, cf. Hdn.Gr.2.88, 901.
German (Pape)
[Seite 703] ὕπνος, = ἐγέρσιμος; Arist. somn. et vigil. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερτός: Arst. = ἐγέρσιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτός: -ή, -όν, ἴδε ἐγέρσιμος.