ἐγκλητέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A to be blamed, ἀμέλειαι Plu.2.1051c.
II ἐγκλητέον one must blame, τινί Plb.4.60.9; τῇ προνοίᾳ M.Ant.12.24.
Spanish (DGE)
-ον
reprensible, censurable ὁ Δημόκριτος Plu.2.1111a, cf. Didym.Gen.138.3, Poll.3.139, ὁ Ζεύς Plu.2.1051a, de abstr. ἀμέλειαι negligencias reprensibles Chrysipp.Stoic.2.338.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
digne d'être blâmé.
Étymologie: ἐγκαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλητέος: α, ον ῥηματ. ἐπίθ., ἀξιοκατάκριτος, ἐπίψογος, Πλούτ. 2. 1051C.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκλητέος: adj. verb. к ἐγκαλέω.