ἐγκλιματικός
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
= ἐγκλιτικός, AB1144.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
gram. enclítico αἱ ἀντωνυμίαι Hdn.Gr.1.554, AB 1144; v. tb. ἐγκλιτικός.