ἐκβοήθησις
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
-εως, ἡ, protection, ἐμπυρισμῶν against fire, Ath. Mech.12.6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
protección c. gen. obj. εἰς τὴν ἐκβοήθησιν τῶν ἐμπυρισμῶν como protección frente a los lanzamientos de fuego Ath.Mech.12.6, cf. Poliorc.241.12.
German (Pape)
[Seite 754] ἡ, das Abhalten, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοήθησις: ἡ, ἐπιβοήθεια, Ἀθήναιος περὶ Μηχανημ. σ. 4, 30.
Greek Monolingual
ἐκβοήθησις, η (Α)
προστασία, προφύλαξη από κάποιον.