ἐκγαμίσκομαι

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

German (Pape)

[Seite 755] = ἐκγαμέομαι, Ev. Luc. 20, 34, bei Lachm. simpl.

Greek Monolingual

ἐκγαμίσκομαι και -ίζομαι (Α)
δίνομαι σε γάμο.

Russian (Dvoretsky)

ἐκγαμίσκομαι: выходить замуж NT.