ἐκδιαιτάω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐαιτάω Medium diacritics: ἐκδιαιτάω Low diacritics: εκδιαιτάω Capitals: ΕΚΔΙΑΙΤΑΩ
Transliteration A: ekdiaitáō Transliteration B: ekdiaitaō Transliteration C: ekdiaitao Beta Code: e)kdiaita/w

English (LSJ)

A decide a case as διαιτητής, Arist.Ath.53.5; also, = κακῶς διαιτάω, in aor. I, Hsch.
II more freq. Med. or Pass.,regulate one's habits, Hp.Insomn.89; change one's mode of life, εἴ τί που ἐξεδεδιήτητο ἐκ τῶν καθεστώτων νομίμων Th.1.132, cf. D.H.5.74; εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη Ath.13.556c: abs., ἐκδεδιῃτημένος having gone astray, Ph.2.48; βίος ἐκδεδιῃτημένος undisciplined, Men.Prot. p.2 D.: later c. acc., Ph.2.128; ἐκδεδιῃτημένος τὰς ὑπογαστρίους ἡδονάς Dam.Isid.266:—so in Act., ἐξεδιῄτησε τὴν πάτριον ἁγνείαν J.BJ7.8.1; causal, make to change one's habits, ἔθνος LXX 4 Ma.4.19.

Spanish (DGE)

I gener. en v. med.-pas.
1 abandonar un hábito, desviarse de una costumbre c. ac. de rel. y gen. εἴ τί που ἐξεδεδιῄτητο τῶν καθεστώτων νομίμων Th.1.132, μηθὲν ἐκδιαιτώμενος τῶν πατρίων D.H.5.74, c. ac. πρὶν ἂν ἐκδιαιτηθῇς ... τὰ πάτρια Ph.2.128, τὴν νενομισμένην καὶ πάτριον ἐξεδιῄτησεν ἁγνείαν I.BI 7.264, ἐκδεδιῃτημένος δὲ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονάς Dam.Isid.266, c. gen. τῶν πατρίων ἐθῶν LXX 4Ma.18.5, abs. κατὰ μίμησιν ἐκδιαιτηθεῖσα Κλεοπάτρα Ath.229c, ὁ δὲ Σεουῆρος ... τοὺς παῖδας ἐκδιαιτωμένους ὁρῶν Severo viendo que sus hijos estaban cambiando su modo de vida D.C.76.11.1.
2 c. insistencia en la direcc. cambiar de hábitos hacia otra forma de vida, entregarse a c. εἰς y ac. οὔτε εἰς τρυφὴν ἐκδιαιτώμενος I.BI 1.462, ἤδη εἰς τὰ ἀμείνω καὶ Ἑλληνικὰ ἐκδεδιῃτημένη Ath.556c, en v. pas. πολλά γε ἐς τὸ ἁβρότερον ἐκδεδιῃτημένα muchos hábitos que se habían vuelto demasiado lujuriosos D.C.69.9.2.
3 sent. neg. indisciplinarse gener. perf., en v. pas. estar corrompido o descarriado εἰ ... ὑμῖν ὑπὸ τῶν ἐπαίνων ... τὰ ὦτα ἐκδεδιῄτηται si vuestros oídos han sido corrompidos por los elogios Synes.Regn.2
part. corrompido, corrupto ἐκδεδιῃτημένος Ph.2.48, δικαστήριον Max.Tyr.3.7, τοὺς στρατιώτας ἐκ τῆς τρυφῆς ... ἐκδεδιῃτημένους D.C.65.10.2, πλήθεσιν ἔτι ταῖς παλαιαῖς ἀγωγαῖς ἐκδεδιῃτημένοις a multitudes todavía corrompidas por las antiguas prácticas Eus.HE 1.2.22, ταῖς ... ἐπιθυμίαις ἐκδιαιτώμενος Ast.Am.Hom.1.2.4, βίος Men.Prot.1.2.
4 medic. seguir un régimen χρὴ καὶ μὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκδιαιτᾶσθαι ὧδε Hp.Vict.3.84, cf. 4.89, en v. pas. ξύνηθες δὲ καὶ τοῖσι ὑπό τε ἀνάγκης ἐκδεδιῃτημένοις λεπτῇσι καὶ σκληροτέρῃσι διαίτῃσι Aret.SD 2.6.6.
II en v. act., jur. y admin.
1 arbitrar, sentenciar como árbitro ἀναγκαῖον ἃς ἂν ἕκαστος λάχῃ διαίτας ἐκδιαιτᾶν Arist.Ath.53.5.
2 administrar mal Sud., Zon.
III en v. act., fact. hacer cambiar los hábitos (Ἀντίοχος) ... ἐξεδιῄτησεν τὸ ἔθνος LXX 4Ma.4.19.

Lexicon Thucydideum

desciscere (a disciplina), to revolt (from allegiance), 1.132.2.