ἐκδιδύσκω
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
= ἐκδύω, strip, despoil, νεκρούς LXX 1 Ki.31.8; plunder, πόλεις ὅλας J.BJ2.14.2.
Spanish (DGE)
(ἐκδῐδύσκω) I 1despojar de la vestidura, desnudar c. ac. de pers. νεκρούς LXX 1Re.31.8, αὐτόν Pall.H.Laus.43.3, en v. pas. ὑπὸ τῶν δημίων ἐκδιδύσκεται ref. a Cristo, Ath.Al.M.28.205D
•abs. dedicarse al despojo LXX 2Re.23.10, cf. Os.7.1, fig., del dios Eros AP 5.309 (Diophan.).
2 c. ac. de lugar saquear ἐξεδίδυσκε πόλεις δ' ὅλας I.BI 2.278.
II en v. med., desnudarse de, despojarse de c. ac. de contenido οὐκ ἦν ἐξ ἡμῶν ἐκδιδυσκόμενος ἀνὴρ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ LXX 2Es.14.17, fig. c. ac. de abstr. εὐλογίαν Didym.in Zach.1.221.
German (Pape)
[Seite 757] = ἐκδύω, ausplündern, πόλεις Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιδύσκω: ἐκδύω, ἀπογυμνώνω, λαφυραγωγῶ, πόλεις δὲ ὅλας ἐξεδίδυσκε Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 14, 2.
Greek Monolingual
ἐκδιδύσκω (Α)
απογυμνώνω.