ἐκκέλευθος

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκέλευθος Medium diacritics: ἐκκέλευθος Low diacritics: εκκέλευθος Capitals: ΕΚΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: ekkéleuthos Transliteration B: ekkeleuthos Transliteration C: ekkelefthos Beta Code: e)kke/leuqos

English (LSJ)

ἐκκέλευθον, out of the road, λαθραῖα κἀκκέλευθα Lyc.1162 (but Dind. κὰκ κέλευθα, i.e. κατὰ κέλευθα).

Spanish (DGE)

-ον
que está fuera del camino λαθραῖα κἀκκέλευθα παπταλώμεναι buscando lugares ocultos y fuera de los caminos Lyc.1162.

German (Pape)

[Seite 762] vom Wege ab, τὰ ἐκ., abgelegene Pfade, Lycophr. 1162.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκέλευθος: -ον, ἔξω τῆς ὁδοῦ, λαθραῖα κἀκκέλευθα παπταλώμεναι, «κατακρύφους ὁδοὺς περιβλέπουσαι» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1162· ἀλλ’ ὁ Δινδ. γράφει κακκέλευθα δηλ. κατὰ κέλευθα.

Greek Monolingual

ἐκκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο.